- τενοντοδεσία
- η, Νιατρ. εγχειρητική μετατόπιση τής έμφυσης ενός τένοντα, με σκοπό τον περιορισμό ή την αναστολή τών κινήσεων παρακείμενης αρθρώσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tenodese < teno- (< τένων, -οντος) + -δεσία < -δέτης < δένω].
Dictionary of Greek. 2013.